τσύγγλα

τσύγγλα
η, Ν
βλ. τσίγκλα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • τσίγκλα — και τσύγγλα, η, Ν σιδερένιος πήχυς μεταβλητού μήκους, με τον οποίο συγκρατείται και από τις δύο μεριές η ούγια πανιού που υφαίνεται. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τής λ. ξύγγλα*] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”